- Καύκαλος
- Καύκαλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καύκαλος — (4ος αι. π.Χ.). Ρήτορας από τη Χίο. Ήταν αδελφός του ιστορικού Θεόπομπου. Έγραψε το Ηρακλέους εγκώμιον, το οποίο αναφέρεται από τον Αθήναιο … Dictionary of Greek
Καύκαλον — Καύκαλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινοκαύκαλος — η, ο, Ν ο πετεινόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + καύκαλο (πρβλ. χοντρο καύκαλος)] … Dictionary of Greek